Κατεβάστε τώρα το application της Offsitenews για Android & για iOS
Group google play
Group app store
mobile app

Πασχαλινά κοντάκια μισού αιώνα

Πασχαλινά κοντάκια μισού αιώνα

Thumbnail
ΣΤΗΛΗ: ΚΑΘΑΡΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ με ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΡΑΣΧΟ

Με τα πέλαγα στα χορικά της τραμουντάνας και της γαλήνης μάθαμε οι άνθρωποι να δακρύζουμε.

Με τους βοριάδες και τους μαΐστρους σ’ εσπερινές διφωνίες μάθαμε οι άνθρωποι να τραγουδάμε.

Με ψαλμούς από ιδρώτα κι αμαρτία στα κοντάκια της Μαγδαληνής

μάθαμε οι άνθρωποι να ερωτευόμαστε.

Όσοι μάθαμε!

Με πήρε φωνή αγαπημένη για τις ευχές επί τη γενέθλια μέρα. Με ρώτησε πως νοιώθω και με πηρέ το παράπονο. Είπα την αλήθεια μου. Κάθε μέρα που περνά η τραγωδία του δίδυμου τέρατος του ’74 γίνεται πιο ασήκωτη… Όλως αιφνιδίως εκείνο το θέρος έκοψε εγκάρσια τον τρυφερό βλαστό της εφηβείας μας. 

Η Χαρά χάθηκε ξαφνικά και δεν ξανάρθε. Η θεία της, που «αφελώς» ρώτησα κάποιους μήνες μετά, είπε, ότι ο πατέρας τους, πήρε τη μάνα και τις τρεις κόρες κι έφυγαν στην Αυστραλία.  Ω γλυκύ μου Έαρ!   

Και στο μικρό ντεφτέρι με τα χρωστούμενα 

σημείωσα τ’ όνομα της, αλλά δεν ξανάρθε…

Πως θα ξανάρθεις τότε είχες πει

στο μυστικό της θάλασσας τοπίο

Το καλοκαίρι κόβει πλέον σαν γυαλί

Σαν φονικό στην άμμο εργαλείο…

Ο Φώτης από το Δαυλό, ο Γιασεμής από το Βαρώσι, ο Κιανί από τη Λεύκα, ο Γιάννος από την Άσσια, η Ναγκνέ από την Τούζλα, η Ολυμπιάδα από τα Καλυφάτζια, άκουσαν τα όπλα να  σπέρνουν τρόμο ’κείνη τη Δευτέρα στην Ακρόπολη της Λάρνακας και πάγωσαν.  

Ο Ανδρέας είχε δίπλα του τέσσερεις νεκρούς

Ο Αϊγκέν έβλεπε τη μάνα του Κόκου να σφαδάζει κι έκλεγε βουβά. 

Είχαν αναγιωθεί μαζί στην ίδια αυλή, στον ίδιο μαχαλά. 

Δεν τον άφησαν να πάει ούτε στο θαφκιό του παιδικού του φίλου. Πήγε 30 χρόνια μετά, πότισε τον τάφο κι έκλαψε για τρεις δεκαετίες νεκρικής απουσίας. Η μάνα μου φυλάει βαθιά στο ερμάρι τη φανέλα μου με τον μεγάλο λεκέ της ιστορίας 

από το άλικο αίμα του Κόκου. Κι εγώ άφησα τις παιδικές μου ζωγραφιές στην άμμο

εκεί που κοκκίνιζε η θάλασσα από ντροπή και φαιόχωμα. Το δάκρυ μου έκαψε ένα λευκό της γιαγιάς μαντηλάκι, και τα κρινάκια του κήπου μας. 

Η Χαμπού δεν είχε γρόσια και μ’ άφησε μια ευχή 

μακριά σαν τις πλεξούδες πού ΄κρυβε κάτω από τη μαύρη μαντήλα της. Οι δικηγόροι είπανε πως η ευχή δεν πιάνεται ως κληρονομιά, 

δεν έχει, λέει, τίτλο ιδιοκτησίας. Την πήρα και πήγα στον πόλεμο γυμνός. 

Ζήτησα, αλλά όπλο δεν μού ’δωσαν, κι έφερα πίσω τέσσερεις νεκρούς 

σκεπασμένους με κλάδο ελαίας. Κι ύστερα ήρθαν οι Τσέτες κι άφησαν πίσω τους ρημαγμένα σπίτια και γκρεμισμένες ζωές. 

Τα όνειρα έγιναν σταυροί κι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η εφηβεία έγινε εφιάλτης. 

Κι η νιότη ένα τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεση. 

Ο Μιχάλης γνώρισε τον πατέρα του ύστερα από 40 χρόνια. 

Ήταν σε ένα κασελάκι κι έμοιαζε λέει στον Γρηγόρη. Πολύ του έμοιαζε. 

Έτσι τον είχε ζωγραφισμένο ψηλά στον τρούλο του ναού της ορφανεμένης του ζωής. 

Ένα μόνο τον σκότωνε πρωί-βράδυ. 

Που δεν είχε μια φωτογραφία με τον πατέρα του όπως όλα τ’ άλλα παιδιά… 

Κανείς από τους εφιάλτες δεν ανέβηκε στο εδώλιο. 

Ούτε οι Τσέτες αντίκρισαν μια Νυρεμβέργη. 

Τότε ήταν που οι μελανοχίτωνες αντάλλαξαν ένα κλωνί ελιάς 

μ’ ένα πουκάμισο λευκού κολάρου 

και βγάζουν λόγους εξηνταδυό μισθών, σε εθνικά μνημόσυνα. 

Τώρα έφτασα πια να αγαπώ μόνο τα πλάσματα που με εμπνέουν 

Πενήντα χρόνια η ψυχή μου ακροβατεί εκεί που κοκκινίζει η θάλασσα 

από ντροπή, φαιόχωμα κι εφιάλτες…

Τώρα η συνείδηση μου με σέρνει πισθάγκωνα σε μια αέναη διαδήλωση

Πενήντα χρόνια η ζωή μου ξυπόλητη και ρακένδυτη 

δένει στο ντοκ της ιστορίας κάθε Δευτερογιούνη 

Τώρα οι ρωγμές μου αφήνουν να περνά μέσα μόνο ευθύνη, φως και αλήθεια 

Πενήντα χρόνια απλώσαμε το σεντόνι της βιωτής μας 

με όλη την πραμάτεια των παθών μας 

γνωρίζοντας  πως το αναπόφευκτο στον έρωτα είναι σαν το μοιραίο στο θάνατο!

 

0
Home